Skip navigation

Ήθελαν να απομακρυνθούν όσο το δυνα­τόν γρηγορότερα από το μέρος όπου είχαν περάσει την πιο επει­σοδιακή αλλαγή χρόνου στη ζωή τους. Βρίσκονταν τότε στο κοινό τους σπίτι στο Πήλιο με τα παραδοσιακά έπιπλα και εκείνες τις υπέροχες δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα και τις πόρτες.  Για μία μόνο στιγμή  κοντοστάθηκε και κοίταξε προς τους μπουφεδες. Κανείς δεν είχε προσέξει ότι οι δείκτες του είχαν σταματήσει στις δώδεκα ακριβώς. Κανείς δεν είχε προσέξει ότι η φιγούρα του είχε μείνει με την κλεψύδρα μισογυρισμένη.
Έφτασαν στο γραφείο με τα πόδια. Μπήκαν από τη βοη­θητική είσοδο για να μην τραβήξουν πάνω τους πολλά βλέμμα­τα. Κανείς δεν τους σταμάτησε στο δρόμο και μάλλον ούτε τους ακολούθησε. Ο διευθυντής είχε προφανώς έρθει να τους συναντήσει μόνος του. Ανέβηκαν τρέχοντας στο δωμάτιο. Έβγαλε το ξύλινο μικρό σεντούκι από τον κόρφο του. Προσπάθησε να το ανοίξει, το άφησε δίπλα στους μπουφεδες. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν περασμένες δέκα. Έγειρε προς το κομοδίνο και πήρε τα τσιγάρα του. Μετά τις πρώτες ρουφηξιές ένιωσε το μυαλό του να καθαρίζει κάπως. Χρειαζόταν επει­γόντως καφέ ίσως και κάποιο παυσίπονο, αν όχι παυσίλυπο.

2 Comments

    • Μιχάλης Δ.
    • Posted 30/07/2017 at 5:17 pm
    • Permalink

    Διαφωνώ ότι ο διευθυντής είχε έρθει μόνος του, με τόσα έπιπλα γύρω αποκλείεται να ήταν μόνος του, πρέπει να είχε παρέα!

      • socrates
      • Posted 30/07/2017 at 5:18 pm
      • Permalink

      Μπορεί να είναι και έτσι 😉


Comments are closed.